- αχυρανθές
- Πολυετές καλλωπιστικό φυτό της οικογένειας των αμαραντιδών, με πολλές ποικιλίες που ξεχωρίζουν μεταξύ τους από το ύψος (20-60 εκ.) και το χρώμα των φύλλων (συνδυασμοί του κόκκινου, πράσινου και κίτρινου). Τα εντυπωσιακά χρώματα του φυλλώματος κάνουν το α. κατάλληλο για μωσαϊκοκαλλιέργεια, σε συνδυασμό με άλλα καλλωπιστικά, όπως τα γεράνια, οι βεγόνιες, τα αλτερνάνθηρα κλπ. Δέχεται το ψαλίδισμα και σχηματίζει χρωματιστά πλαίσια γύρω από παρτέρια με άνθη. Δεν αντέχει στις παγωνιές. To φυτό αυτό προτιμά τις θέσεις που λιάζονται, αλλά αναπτύσσεται και στις ημισκιερές.
Αχυρανθές σε χαμηλή μπορντούρα, γύρω από ένα παρτέρι με γεράνια (φωτ. Ν. Ταμβακη-«Δομής»).
Dictionary of Greek. 2013.